Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ακαθισία, η

     akathisi΄a     
acathisia

     ακάθίζα    

Ερμηνεία:

Ανικανότητα ή αδυναμία να παραμείνει κανείς καθιστός, λόγω κινητικής ανησυχίας, αισθήματος μυικού τρόμου. Μπορεί να παρατηρηθεί μετά από λήψη αντιψυχωτικών και νευροληπτικών φαρμάκων.



Ετυμολογία:

α-(στερ.) + καθημαι (κάθομαι, καθίζω)

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Clozapine induced akathisia: A case report and review of the evidence.]Grover S, Sahoo S.Indian J Pharmacol. 2015 Mar-Apr;47(2):234-5.



Συνώνυμα:
καθισιοφοβία





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Νευρολογία: